Σούσων

Σούσων
Σοῦσα
lily
neut gen pl
Σοῦσος
fem gen pl
Σοῦσος
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σούσων — σού̱σων , σοῦσον lily neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • ξενόφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πυθαγόρειος φιλόσοφος και μουσικός από τη Χαλκιδική. Έζησε την εποχή του τύραννου Διονυσίου. Υπήρξε δάσκαλος του φιλόσοφου και μουσικού Αριστοξένη. 2. Ιστοριογράφος, που αναφέρεται στο Περί ενδόξων ανδρών σύγγραμμα.… …   Dictionary of Greek

  • Ελάμ — Βιβλική ονομασία της ιστορικής περιοχής, η οποία βρισκόταν στην ανατολική όχθη του κάτω ρου του Τίγρη· η ΕλυμαΐςΕλυμαία των αρχαίων Ελλήνων και η Σουσιανή των Ρωμαίων. Το πιο γνωστό κέντρο της ήταν τα Σούσα, που ήταν και η πρωτεύουσά της για… …   Dictionary of Greek

  • PALLACOPAS — vocabatur fossa ex Euphrate aperta, quae totum fere amnerm exhauriebat et in paludes avertebat, a recto cursu et exitu suo in mare; quaeque, quamdiu aperta fuit, praeclusus erat Euphrates, nec nisi per aludes et Tigrim evehebatur in mare. Quomodo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σουσίς — ίδος, ἡ, Α η επαρχία τών Σούσων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σοῦσα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Ἀργολ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • εκκενώνω — (AM ἐκκενῶ, όω Α και ἐκκεινῶ, όω) αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή») νεοελλ. 1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι («διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο») 2. φρ. «εκκενώνω όπλο» α) πυροβολώ β) αφαιρώ τή γόμωσή του αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κενανδρία — κενανδρία, ἡ (Α) [κένανδρος] η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • Αβδαίος ή Άβδας ή Αβδάς — (5ος αι. μ.Χ.).Ιερομάρτυρας, επίσκοπος στα Σούσα της Περσίας που έζησε στα χρόνια του Θεοδόσιου του Μικρού (408 450). Διακρινόταν για τον ιεραποστολικό του ζήλο. Κήρυττε ότι o ζωροαστρισμός ήταν ειδωλολατρία και πλάνη. Ο Α. μαρτύρησε στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”